- παρακάλεση
- η [παρακαλώ]παράκληση, παρακάλεσμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακάλεση — η παρακάλεσμα, παράκληση, παρακάλι: Δεν ξέρω παρακάλεσες, δε διακονεύω σχώρια (Βαλαωρίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακαλέσῃ — παρακαλέω call to aor subj mid 2nd sg παρακαλέω call to aor subj act 3rd sg παρακαλέω call to fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανίζω — ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α [τήγανον/ τάγηνον] ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῡ τετηγανισμένου», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον μσν. αρχ. βασανίζω και θανατώνω στην πυρά … Dictionary of Greek
παράκληση — η 1. παρακάλιο, παρακάλεση, παρακάλεσμα: Οι παρακλήσεις της μητέρας του δεν τον έπεισαν να μείνει. 2. (εκκλησ.), ικεσία, δέηση προς τη Θεοτόκο, ανάγνωση παρακλητικού κανόνα: Ας κάνουμε και μια παράκληση για τον άρρωστό μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακάλεσμα — παρακάλεσμα, το και παρακάλεμα, το βλ. παρακάλεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακάλι — παρακάλι, το και παρακάλιο, το η παράκληση, η παρακάλεση, το παρακάλεσμα: Με τα παρακάλια δε γίνεται τίποτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)